- μπουλαμάς
- οβλ. μποναμάς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μποναμάς — και μπουναμάς και μπουλαμάς, ο 1. πρωτοχρονιάτικο δώρο 2. (γενικά) α) κάθε δώρο β) φιλοδώρημα 3. μτφ. απρόσμενο κέρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bona mano «καλό χέρι»] … Dictionary of Greek